ταπεινότατος

ταπεινότατος
ταπεινός
low
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… …   Dictionary of Greek

  • κατώτατος — η, ο (ΑΜ κατώτατος, άτη, ον) [κάτω] αυτός που βρίσκεται στην πιο κάτω θέση, ο χαμηλότατος (α. «βρίσκεται στο κατώτατο σκαλοπάτι» β. «τὸ κατώτατον οἴκημα», Ξεν.) νεοελλ. 1. (για ποσό) έσχατος, τελευταίος («κατώτατη τιμή») 2. αυτός που έχει την πιο …   Dictionary of Greek

  • ՆՈՒԱՍՏԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0450 Chronological Sequence: 6c, 8c ա. ὐφειμένος, ταπεινότατος infimus, inferior. Առաւել կամ յոյժ նուաստ. խոնարհագոյն. ստորնագոյն. վայրագոյն. ստորին. յետին. *Արարիչն բոլորեցուն եւ ո՛չ զնուաստագոյնն եւ զխոնարհն անտես առնել կարաց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”